cervical
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
cervical (en)
- cervical vertebra - αυχενικός σπόνδυλος
- τραχηλικός, τραχηλομητρικός, του τραχήλου της μήτρας
- λαιμίσιος
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cervical | cervicaux |
θηλυκό | cervicale | cervicales |
cervical (fr)
Λατινικά (la)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cervical (la)