αυχενικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αυχενικό | τα | αυχενικά |
γενική | του | αυχενικού | των | αυχενικών |
αιτιατική | το | αυχενικό | τα | αυχενικά |
κλητική | αυχενικό | αυχενικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυχενικό ουδέτερο
- (ιατρική) το αυχενικό σύνδρομο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αυχένας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυχενικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αυχενικό