Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοϊδόμυγα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βοϊδόμυγ
α
οι
βοϊδόμυγ
ες
γενική
της
βοϊδόμυγ
ας
των
βοϊδόμυγ
ων
αιτιατική
τη
βοϊδόμυγ
α
τις
βοϊδόμυγ
ες
κλητική
βοϊδόμυγ
α
βοϊδόμυγ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βοϊδόμυγα
<
βόιδ(ι)
+
-ό-
+
μύγα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βοϊδόμυγα
θηλυκό
(
έντομο
) χοντρή
μύγα
της οποίας το θηλυκό τρέφεται από το αίμα των
ζώων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αλογόμυγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βοϊδόμυγα
γαλλικά
:
taon
(fr)