taon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- taon < toon < δημώδης λατινική tabo < λατινική tabanus
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
taon | taons |
taon (fr) αρσενικό
- (εντομολογία) η βοϊδόμυγα
- (εντομολογία) η αλογόμυγα