↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μύγα οι μύγες
      γενική της μύγας των μυγών
    αιτιατική τη μύγα τις μύγες
     κλητική μύγα μύγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μύγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μύγα < ελληνιστική κοινή μῦα < αρχαία ελληνική μυῖα
 
Μία μύγα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmi.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύ‐γα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύγα θηλυκό

  1. (έντομο) μικρό έντομο μαύρου χρώματος με δύο φτερά και έξι πόδια, που ζει κυρίως σε κατοικημένους χώρους
    Γέμισε το δωμάτιο μύγες, επειδή άφησα το παράθυρο ανοιχτό.
  2. έντομο που μοιάζει με τη μύγα
    μύγα τσε τσε

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μύγα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μῦα < αρχαία ελληνική μυῖα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύγα θηλυκό