μυγοχάφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμυγοχάφτης αρσενικό
- (δημοτική) εύπιστος, μωρόπιστος· (κυριολεκτικά) αυτός που καπαπίνει (χάφτει) μύγες (θηλυκό μυγοχάφτισσα)
- (καθομιλουμένη) το πτηνό μυιοθήρας ο δίχρους (του γένους Muscicapa)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυγοχάφτης
Πηγές
επεξεργασία- εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 1645.
- μυγοχάφτης σελ.4794 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)