Ετυμολογία

επεξεργασία
χάφτω < μεσαιωνική ελληνική χάπτω < αρχαία ελληνική κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)

χάφτω και χάβω, , πρτ.: έχαφτα, στ.μέλλ.: θα χάψω, αόρ.: έχαψα

→ δείτε τη λέξη  χάβω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία