Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάβω < μεσαιωνική ελληνική χάπτω < αρχαία ελληνική κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)

  Ρήμα επεξεργασία

χάβω και χάφτω, , πρτ.: έχαβα, στ.μέλλ.: θα χάψω, αόρ.: έχαψα

  1. καταπίνω κάτι αμάσητο, λαίμαργα, πεινασμένα
  2. (συνεκδοχικά) αποδέχομαι μια λανθασμένη ή παραπλανητική άποψη χωρίς να την επεξεργαστώ, δηλαδή με αφέλεια
    το είπα πειστικά, αλλά αυτός δεν το έχαψε

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία