χαψιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαψιά | οι | χαψιές |
γενική | της | χαψιάς | των | χαψιών |
αιτιατική | τη | χαψιά | τις | χαψιές |
κλητική | χαψιά | χαψιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαψιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαψιά θηλυκό
- η ενέργεια του χάβω
- η μπουκιά
- (μεταφορικά) πολύ μικρή ποσότητα