χάψιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάψιμο | τα | χαψίματα |
γενική | του | χαψίματος | των | χαψιμάτων |
αιτιατική | το | χάψιμο | τα | χαψίματα |
κλητική | χάψιμο | χαψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάψιμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάψιμο ουδέτερο
- η γρήγορη και λαίμαργη κατάποση
- (μεταφορικά) η απερίσκεπτη και αφελής αποδοχή των λόγων κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χάψιμο
|