κατάποση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάποση | οι | καταπόσεις |
γενική | της | κατάποσης* | των | καταπόσεων |
αιτιατική | την | κατάποση | τις | καταπόσεις |
κλητική | κατάποση | καταπόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατάποση < αρχαία ελληνική κατάποσις + -ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατάποση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταπίνω
- (ειδικότερα) η διαδικασία με την οποία ο βλωμός που σχηματίζεται από την μάσηση μεταφέρεται μέσου του οισοφάγου στο στομάχι, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία της πέψης
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατάποση
|