Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάποση οι καταπόσεις
      γενική της κατάποσης* των καταπόσεων
    αιτιατική την κατάποση τις καταπόσεις
     κλητική κατάποση καταπόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάποση < αρχαία ελληνική κατάποσις + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάποση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταπίνω
  2. (ειδικότερα) η διαδικασία με την οποία ο βλωμός που σχηματίζεται από την μάσηση μεταφέρεται μέσου του οισοφάγου στο στομάχι, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία της πέψης

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία