↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μωρόπιστος η μωρόπιστη το μωρόπιστο
      γενική του μωρόπιστου της μωρόπιστης του μωρόπιστου
    αιτιατική τον μωρόπιστο τη μωρόπιστη το μωρόπιστο
     κλητική μωρόπιστε μωρόπιστη μωρόπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μωρόπιστοι οι μωρόπιστες τα μωρόπιστα
      γενική των μωρόπιστων των μωρόπιστων των μωρόπιστων
    αιτιατική τους μωρόπιστους τις μωρόπιστες τα μωρόπιστα
     κλητική μωρόπιστοι μωρόπιστες μωρόπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μωρόπιστος < (καθαρεύουσα) μωρόπιστος, -η, -ον (μαρτυρείται από το 1860)[1] < μωρός + -ό- + πίστη +-ος [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /moˈɾo.pi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μω‐ρό‐πι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

μωρόπιστος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 683, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. μωρόπιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .