μωροπιστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μωροπιστία < μωρόπιστος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μωροπιστία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του μωρόπιστου
μωροπιστία θηλυκό