Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μωροπιστία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μωροπιστί
α
οι
μωροπιστί
ες
γενική
της
μωροπιστί
ας
των
μωροπιστι
ών
αιτιατική
τη
μωροπιστί
α
τις
μωροπιστί
ες
κλητική
μωροπιστί
α
μωροπιστί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μωροπιστία
<
μωρόπιστος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μωροπιστία
θηλυκό
(
λόγιο
) η
ιδιότητα
ή η
συμπεριφορά
του
μωρόπιστου
Συγγενικά
επεξεργασία
μωρόπιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μωροπιστία
γαλλικά
:
crédulité
(fr)