μυγάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυγάκι | τα | μυγάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μυγάκι | τα | μυγάκια |
κλητική | μυγάκι | μυγάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυγάκι < μύγα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυγάκι θηλυκό
- (έντομο) υποκοριστικό του μύγα
- (κατ’ επέκταση) (έντομο) μικρό έντομο που μοιάζει με μυγούλα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μύγα