Δείτε επίσης: Mouche

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mouche mouches

mouche (fr)

  1. (έντομο) η μύγα
  2. (κομμωτική) μικρό μούσι
     δείτε και τις λέξεις barbichette και barbe à l'impériale
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μούσι

Δείτε επίσης

επεξεργασία