Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιόμυγα οι παλιόμυγες
      γενική της παλιόμυγας των παλιόμυγων
    αιτιατική την παλιόμυγα τις παλιόμυγες
     κλητική παλιόμυγα παλιόμυγες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόμυγα< παλιό- + μύγα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόμυγα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία