Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλιόμυγα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παλιόμυγ
α
οι
παλιόμυγ
ες
γενική
της
παλιόμυγ
ας
των
παλιόμυγ
ων
αιτιατική
την
παλιόμυγ
α
τις
παλιόμυγ
ες
κλητική
παλιόμυγ
α
παλιόμυγ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλιόμυγα
<
παλιό-
+
μύγα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλιόμυγα
θηλυκό
(
προφορικό
) η ενοχλητική
μύγα
⮡
Βρε την
παλιόμυγα
! Δε φεύγει με τίποτα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλιόμυγα