Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

musca (la)

  1. μύγα
    • Aquila muscas non capit. — Ο αετός μύγες δεν πιάνει και με μύγες δεν χορταίνει.
    • In pariete albo muscae sedebant ac dormitabant.

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική musca muscae
γενική muscae muscārum
δοτική muscae muscīs
αιτιατική muscam muscās
κλητική musca muscae
αφαιρετική muscā muscīs
(α' κλίση)