πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυγόχεσμα τα μυγοχέσματα
      γενική του μυγοχέσματος των μυγοχεσμάτων
    αιτιατική το μυγόχεσμα τα μυγοχέσματα
     κλητική μυγόχεσμα μυγοχέσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μυγόχεσμα < μύγ(α) + -ό- + (χέζω), χεσ- + -μα όπως και στο ξέχεσμα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυγόχεσμα ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) περίττωμα από μύγα
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) ασήμαντο άτομο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μυγόχεσμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)