Δείτε επίσης: εὐνουχίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευνουχίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐνουχίζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.vnuˈçi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐νου‐χί‐ζω

ευνουχίζω, αόρ.: ευνούχισα, παθ.φωνή: ευνουχίζομαι, π.αόρ.: ευνουχίστηκα, μτχ.π.π.: ευνουχισμένος

  1. (για άνδρα ή αρσενικό ζώο) αποκόπτω ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες και καθιστώ στείρο
  2. (μεταφορικά) αφαιρώ το δυναμισμό και τη φυσική ορμή από κάτι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία