ευνουχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευνουχίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐνουχίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vnuˈçi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νου‐χί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαευνουχίζω, αόρ.: ευνούχισα, παθ.φωνή: ευνουχίζομαι, π.αόρ.: ευνουχίστηκα, μτχ.π.π.: ευνουχισμένος
- (για άνδρα ή αρσενικό ζώο) αποκόπτω ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες και καθιστώ στείρο
- (μεταφορικά) αφαιρώ το δυναμισμό και τη φυσική ορμή από κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευνουχίζω | ευνούχιζα | θα ευνουχίζω | να ευνουχίζω | ευνουχίζοντας | |
β' ενικ. | ευνουχίζεις | ευνούχιζες | θα ευνουχίζεις | να ευνουχίζεις | ευνούχιζε | |
γ' ενικ. | ευνουχίζει | ευνούχιζε | θα ευνουχίζει | να ευνουχίζει | ||
α' πληθ. | ευνουχίζουμε | ευνουχίζαμε | θα ευνουχίζουμε | να ευνουχίζουμε | ||
β' πληθ. | ευνουχίζετε | ευνουχίζατε | θα ευνουχίζετε | να ευνουχίζετε | ευνουχίζετε | |
γ' πληθ. | ευνουχίζουν(ε) | ευνούχιζαν ευνουχίζαν(ε) |
θα ευνουχίζουν(ε) | να ευνουχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευνούχισα | θα ευνουχίσω | να ευνουχίσω | ευνουχίσει | ||
β' ενικ. | ευνούχισες | θα ευνουχίσεις | να ευνουχίσεις | ευνούχισε | ||
γ' ενικ. | ευνούχισε | θα ευνουχίσει | να ευνουχίσει | |||
α' πληθ. | ευνουχίσαμε | θα ευνουχίσουμε | να ευνουχίσουμε | |||
β' πληθ. | ευνουχίσατε | θα ευνουχίσετε | να ευνουχίσετε | ευνουχίστε | ||
γ' πληθ. | ευνούχισαν ευνουχίσαν(ε) |
θα ευνουχίσουν(ε) | να ευνουχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευνουχίσει | είχα ευνουχίσει | θα έχω ευνουχίσει | να έχω ευνουχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευνουχίσει | είχες ευνουχίσει | θα έχεις ευνουχίσει | να έχεις ευνουχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευνουχίσει | είχε ευνουχίσει | θα έχει ευνουχίσει | να έχει ευνουχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευνουχίσει | είχαμε ευνουχίσει | θα έχουμε ευνουχίσει | να έχουμε ευνουχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευνουχίσει | είχατε ευνουχίσει | θα έχετε ευνουχίσει | να έχετε ευνουχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευνουχίσει | είχαν ευνουχίσει | θα έχουν ευνουχίσει | να έχουν ευνουχίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευνουχίζομαι | ευνουχιζόμουν(α) | θα ευνουχίζομαι | να ευνουχίζομαι | ||
β' ενικ. | ευνουχίζεσαι | ευνουχιζόσουν(α) | θα ευνουχίζεσαι | να ευνουχίζεσαι | (ευνουχίζου) | |
γ' ενικ. | ευνουχίζεται | ευνουχιζόταν(ε) | θα ευνουχίζεται | να ευνουχίζεται | ||
α' πληθ. | ευνουχιζόμαστε | ευνουχιζόμαστε ευνουχιζόμασταν |
θα ευνουχιζόμαστε | να ευνουχιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ευνουχίζεστε | ευνουχιζόσαστε ευνουχιζόσασταν |
θα ευνουχίζεστε | να ευνουχίζεστε | (ευνουχίζεστε) | |
γ' πληθ. | ευνουχίζονται | ευνουχίζονταν ευνουχιζόντουσαν |
θα ευνουχίζονται | να ευνουχίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευνουχίστηκα | θα ευνουχιστώ | να ευνουχιστώ | ευνουχιστεί | ||
β' ενικ. | ευνουχίστηκες | θα ευνουχιστείς | να ευνουχιστείς | ευνουχίσου | ||
γ' ενικ. | ευνουχίστηκε | θα ευνουχιστεί | να ευνουχιστεί | |||
α' πληθ. | ευνουχιστήκαμε | θα ευνουχιστούμε | να ευνουχιστούμε | |||
β' πληθ. | ευνουχιστήκατε | θα ευνουχιστείτε | να ευνουχιστείτε | ευνουχιστείτε | ||
γ' πληθ. | ευνουχίστηκαν ευνουχιστήκαν(ε) |
θα ευνουχιστούν(ε) | να ευνουχιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ευνουχιστεί | είχα ευνουχιστεί | θα έχω ευνουχιστεί | να έχω ευνουχιστεί | ευνουχισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ευνουχιστεί | είχες ευνουχιστεί | θα έχεις ευνουχιστεί | να έχεις ευνουχιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ευνουχιστεί | είχε ευνουχιστεί | θα έχει ευνουχιστεί | να έχει ευνουχιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ευνουχιστεί | είχαμε ευνουχιστεί | θα έχουμε ευνουχιστεί | να έχουμε ευνουχιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ευνουχιστεί | είχατε ευνουχιστεί | θα έχετε ευνουχιστεί | να έχετε ευνουχιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ευνουχιστεί | είχαν ευνουχιστεί | θα έχουν ευνουχιστεί | να έχουν ευνουχιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκόπτω ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευνουχίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας