Δείτε επίσης: εὐνοῦχος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευνούχος οι ευνούχοι
      γενική του ευνούχου των ευνούχων
    αιτιατική τον ευνούχο τους ευνούχους
     κλητική ευνούχε ευνούχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευνούχος αρσενικό

  1. άντρας που έχει υποστεί ευνουχισμό, που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις κατά την προεφηβική ηλικία
  2. (ειδικότερα) άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία