ευνούχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ευνούχος | οι | ευνούχοι |
γενική | του | ευνούχου | των | ευνούχων |
αιτιατική | τον | ευνούχο | τους | ευνούχους |
κλητική | ευνούχε | ευνούχοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛvˈnu.xɔs/
- συλλαβισμός : ευ‐νού‐χος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ευνούχος αρσενικό
- άντρας που έχει υποστεί ευνουχισμό, που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις κατά την προεφηβική ηλικία
- (ειδικότερα) άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
και
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ευνούχος
Επεξεργασία
- ↑ «ευνούχος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.