Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουνουχισμένος η μουνουχισμένη το μουνουχισμένο
      γενική του μουνουχισμένου της μουνουχισμένης του μουνουχισμένου
    αιτιατική τον μουνουχισμένο τη μουνουχισμένη το μουνουχισμένο
     κλητική μουνουχισμένε μουνουχισμένη μουνουχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουνουχισμένοι οι μουνουχισμένες τα μουνουχισμένα
      γενική των μουνουχισμένων των μουνουχισμένων των μουνουχισμένων
    αιτιατική τους μουνουχισμένους τις μουνουχισμένες τα μουνουχισμένα
     κλητική μουνουχισμένοι μουνουχισμένες μουνουχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουνουχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μουνουχίζω

  Μετοχή επεξεργασία

μουνουχισμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία