μουνουχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μουνουχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μουνουχίζω
Μετοχή
επεξεργασία
μουνουχισμένος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουνουχισμένος
→ δείτε τη λέξη ευνουχισμένος |