• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μουνούχος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουνούχος οι μουνούχοι
      γενική του μουνούχου των μουνούχων
    αιτιατική τον μουνούχο τους μουνούχους
     κλητική μουνούχε μουνούχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μουνούχος < μνούχος < βνούχος < αρχαία ελληνική εὐνοῦχος < εὐνή + ἔχω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μουνούχος αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) ο ευνούχος, ο ατσούτσουνος
  2. (λαϊκότροπο) ο τιποτένιος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μουνούχι
  • μουνουχίζω
  • μουνούχισμα
  • μουνουχισμένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μουνούχος

→ δείτε τις λέξεις ευνούχος και τιποτένιος

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μουνούχος&oldid=6507730"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Νοεμβρίου 2023, στις 18:43

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Νοεμβρίου 2023, στις 18:43.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας