ατσούτσουνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαα- + τσουτσούνι + -ος, -η, -ο
Επίθετο
επεξεργασίαο μη έχων πέος
Σημειώσεις
επεξεργασίακαι θηλυκό: ατσούτσουνη φιγούρα, και ουδέτερο: ατσούτσουνο αγαλματίδιο
α- + τσουτσούνι + -ος, -η, -ο
ο μη έχων πέος
και θηλυκό: ατσούτσουνη φιγούρα, και ουδέτερο: ατσούτσουνο αγαλματίδιο