αγαλματίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαλματίδιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀγαλματίδιον < ἄγαλμα, ἀγάλματ(ος), + -ίδιον[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣal.maˈti.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐μα‐τί‐δι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαλματίδιο ουδέτερο
- (γλυπτική) μικρού μεγέθους άγαλμα, ειδώλιο
- ※ Με τίτλο «Σκλάβα», το 500 ετών κέρινο αγαλματίδιο αποτελούσε τμήμα των προετοιμασιών του Μιχαήλ Αγγέλου για τον περισπούδαστο τάφο του Πάπα Ιουλίου του Β’ στη Ρώμη.
- Βρετανία: Δακτυλικό αποτύπωμα του Μιχαήλ Αγγέλου σε κέρινο αγαλματίδιο, Η Καθημερινή , 16 Ιουλίου 2021
- ※ Με τίτλο «Σκλάβα», το 500 ετών κέρινο αγαλματίδιο αποτελούσε τμήμα των προετοιμασιών του Μιχαήλ Αγγέλου για τον περισπούδαστο τάφο του Πάπα Ιουλίου του Β’ στη Ρώμη.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άγαλμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαλματίδιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άγαλμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγαλματίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)