Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγαλματίδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγαλματίδι
ο
τα
αγαλματίδι
α
γενική
του
αγαλματιδί
ου
&
αγαλματίδι
ου
των
αγαλματιδί
ων
αιτιατική
το
αγαλματίδι
ο
τα
αγαλματίδι
α
κλητική
αγαλματίδι
ο
αγαλματίδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγαλματίδιο
του Διονύσου (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου)
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγαλματίδιο
<
άγαλμα
+ κατάληξη υποκοριστικού
-ίδιο
(ν)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.ɣal.maˈti.ði.o
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐γαλ‐μα‐τί‐δι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγαλματίδιο
ουδέτερο
(
γλυπτική
) μικρού μεγέθους
άγαλμα
,
ειδώλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαλματίδιο
αγγλικά
:
statuette
(en)
γαλλικά
:
statuette
(fr)