↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγαλματίδιο τα αγαλματίδια
      γενική του αγαλματιδίου
αγαλματίδιου
των αγαλματιδίων
    αιτιατική το αγαλματίδιο τα αγαλματίδια
     κλητική αγαλματίδιο αγαλματίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αγαλματίδιο του Διονύσου (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαλματίδιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀγαλματίδιον < ἄγαλμα, ἀγάλματ(ος), + -ίδιον[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣal.maˈti.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γαλ‐μα‐τί‐δι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαλματίδιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγαλματίδιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)