statuetta
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
statuetta | statuette |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sta.tuˈet.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstatuetta (it) θηλυκό
- (γλυπτική) το αγαλματίδιο
ενικός | πληθυντικός |
statuetta | statuette |
statuetta (it) θηλυκό