• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ἀγαλματίδιον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀγαλματίδιον τὰ ἀγαλματίδια
      γενική τοῦ ἀγαλματιδίου τῶν ἀγαλματιδίων
      δοτική τῷ ἀγαλματιδίῳ τοῖς ἀγαλματιδίοις
    αιτιατική τὸ ἀγαλματίδιον τὰ ἀγαλματίδια
     κλητική ὦ! ἀγαλματίδιον ἀγαλματίδια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἀγαλματίδιον ελληνιστική κοινή ἀγαλμάτ(ιον), υποκοριστικό του ἄγαλμα (αρχαία ελληνική)   + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ἀγαλματίδιον ουδέτερο

  • (καθαρεύουσα) αγαλματίδιο, υποκοριστικό του άγαλμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ἀγαλματίδιον&oldid=5546738"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Μαρτίου 2022, στις 08:36
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Μαρτίου 2022, στις 08:36.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie