ἀγαλμάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀγαλμάτιον | τὰ | ἀγαλμάτιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἀγαλματίου | τῶν | ἀγαλματίων | ||||
δοτική | τῷ | ἀγαλματίῳ | τοῖς | ἀγαλματίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀγαλμάτιον | τὰ | ἀγαλμάτιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἀγαλμάτιον | ἀγαλμάτιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγαλματίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαλματίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγαλμάτιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄγαλμα, ἀγαλματ- + + υποκοριστικό επίθημα -ιον < → δείτε τη λέξη ἀγάλλομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγαλμάτιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- ἀγαλμάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.