Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγαλμάτιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγαλμάτι
ο
τα
αγαλμάτι
α
γενική
του
αγαλματί
ου
&
αγαλμάτι
ου
των
αγαλματί
ων
αιτιατική
το
αγαλμάτι
ο
τα
αγαλμάτι
α
κλητική
αγαλμάτι
ο
αγαλμάτι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγαλμάτιο
<
υποκοριστικό
του
άγαλμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγαλμάτιο
ουδέτερο
μικρό
άγαλμα
,
ειδώλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαλμάτιο
αγγλικά
:
statuette
(en)
γαλλικά
:
statuette
(fr)