↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγαλμάτιο τα αγαλμάτια
      γενική του αγαλματίου
αγαλμάτιου
των αγαλματίων
    αιτιατική το αγαλμάτιο τα αγαλμάτια
     κλητική αγαλμάτιο αγαλμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαλμάτιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγαλμάτιον[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣalˈma.ti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γαλ‐μά‐τι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαλμάτιο ουδέτερο

  • (γλυπτική, κυρίως στην αρχαιολογία) μικρό άγαλμα, ειδώλιο
    ※  Η Αφροδίτη με τον Πάνα και τον Ερωτα, η Φρασίκλεια και ο Κούρος της Μερέντας, το χρυσό κύπελλο του Νέστορα, το μαρμάρινο άγαλμα διαδούμενου αθλητή από τη Δήλο είναι ορισμένα από τα εκθέματα που θα πλαισιώσουν τις «Οδύσσειες» από το Εθνικό Αρχαιολογικό, ενώ από το Μουσείο Ακρόπολης θα έρθει το χάλκινο αγαλμάτιο παιδιού με δελφίνι, ο λύχνος σε μορφή πολεμικού πλοίου με την επιγραφή «Ιερόν της Αθηνάς», ψηφίσματα για τη λατρεία της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη.
    Γιώτα Συκκά, Αποθήκες αναζητούν χώρο να ανασάνουν, Η Καθημερινή, 4 Αυγούστου 2016

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • άγαλμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)