άγαλμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άγαλμα | τα | αγάλματα |
γενική | του | αγάλματος | των | αγαλμάτων |
αιτιατική | το | άγαλμα | τα | αγάλματα |
κλητική | άγαλμα | αγάλματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άγαλμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγαλμα[1] < ἀγάλλομαι - ἀγάλλω (δοξάζομαι - δοξάζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɣal.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γαλ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάγαλμα ουδέτερο
- (γλυπτική) τρισδιάστατο γλυπτό έργο τέχνης, που αναπαριστά συνήθως άνθρωπο ή ζώο
- το άγαλμα του Κολοκοτρώνη
- (μεταφορικά) ακίνητος, παγωμένος, αποσβολωμένος → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
- έμεινε άγαλμα με τα όσα άκουσε
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αγαλματοποιία
- αγαλματοποιός
- αγαλματογλύφος
- αγαλματοειδής
- αγαλματοκόσμητος
- αγαλματολατρεία
- αγαλματόλιθος
- αγαλματουργία
- αγαλματουργός
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- άγαλμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία άγαλμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άγαλμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- άγαλμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)