Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγαλμα τα αγάλματα
      γενική του αγάλματος των αγαλμάτων
    αιτιατική το άγαλμα τα αγάλματα
     κλητική άγαλμα αγάλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δαβίδ, άγαλμα του Μιχαήλ Αγγέλου

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άγαλμα < αρχαία ελληνική ἄγαλμα < ἀγάλλομαι - ἀγάλλω (δοξάζομαι - δοξάζω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ɣal.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐γαλ‐μα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

άγαλμα ουδέτερο

  1. (γλυπτική) τρισδιάστατο γλυπτό έργο τέχνης, που αναπαριστά συνήθως άνθρωπο ή ζώο
    το άγαλμα του Κολοκοτρώνη
  2. (μεταφορικά) ακίνητος, παγωμένος, αποσβολωμένοςδείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
    έμεινε άγαλμα με τα όσα άκουσε
  3. υδρόζωο, γένος κοιλεντερωτών σιφωνοφόρων που ζει σε αποικίες

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία