↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγαλμα τα αγάλματα
      γενική του αγάλματος των αγαλμάτων
    αιτιατική το άγαλμα τα αγάλματα
     κλητική άγαλμα αγάλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δαβίδ, άγαλμα του Μιχαήλ Αγγέλου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άγαλμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγαλμα[1] < ἀγάλλομαι - ἀγάλλω (δοξάζομαι - δοξάζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.ɣal.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐γαλ‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άγαλμα ουδέτερο

  1. (γλυπτική) τρισδιάστατο γλυπτό έργο τέχνης, που αναπαριστά συνήθως άνθρωπο ή ζώο
    το άγαλμα του Κολοκοτρώνη
  2. (μεταφορικά) ακίνητος, παγωμένος, αποσβολωμένοςδείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
    έμεινε άγαλμα με τα όσα άκουσε

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • άγαλμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)