Δείτε επίσης: Statue
      ενικός         πληθυντικός  
statue statues

  Ετυμολογία

επεξεργασία
statue < παλαιά γαλλική statue < λατινική statua

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈstæt͡ʃ.uː/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈstæt͡ʃu/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

statue (en)

  • (γλυπτική) το άγαλμα
    ⮡  Roman mansions were decorated with statues.
    Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα.



      ενικός         πληθυντικός  
statue statues

  Ετυμολογία

επεξεργασία
statue < παλαιά γαλλική statue < λατινική statua

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sta.ty/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

statue (fr) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

statue (da) κοινό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

statue (no) αρσενικό