Statue
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Statue | die | Statuen |
γενική | der | Statue | der | Statuen |
δοτική | der | Statue | den | Statuen |
αιτιατική | die | Statue | die | Statuen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαStatue (de) θηλυκό