↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαλματώδης η αγαλματώδης το αγαλματώδες
      γενική του αγαλματώδους της αγαλματώδους του αγαλματώδους
    αιτιατική τον αγαλματώδη την αγαλματώδη το αγαλματώδες
     κλητική αγαλματώδη(ς) αγαλματώδης αγαλματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαλματώδεις οι αγαλματώδεις τα αγαλματώδη
      γενική των αγαλματωδών των αγαλματωδών των αγαλματωδών
    αιτιατική τους αγαλματώδεις τις αγαλματώδεις τα αγαλματώδη
     κλητική αγαλματώδεις αγαλματώδεις αγαλματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαλματώδης < άγαλμα, αγάλματ(ος) + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣal.maˈto.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γαλ‐μα‐τώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαλματώδης, -ης, -ες

  • (λόγιο) που έχει μορφή αγάλματος
    ※  Σχιστά μάτια και αγαλματώδης κορμοστασιά έχουν ως αποτέλεσμα να σταματάει η κυκλοφορία – ακόμη και η ανάγνωση του σχεδίου Ανάν – στο πέρασμα της κυρίας, η οποία, σημειωτέον, έχει πλήρη επίγνωση των αισθημάτων που προκαλεί.
    H άλλη πλευρά της Λουκέρνης, Τα Νέα, 30 Μαρτίου 2004

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγαλματώδηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)