Ετυμολογία

επεξεργασία
statuesque < γαλλική statuesque. Μορφολογικά αναλύεται σε statue + -esque

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /statjʊˈɛsk/

  Επίθετο

επεξεργασία

statuesque (en)

  1. αγαλματώδης
  2. (για γυναίκα) κομψή, χαριτωμένη, ελκυστική