αγαλματοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγαλματοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγαλματοποιός[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣal.ma.to.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐μα‐το‐ποι‐ός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγαλματοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, γλυπτική) που κατασκευάζει αγάλματα, γλύπτης
- ※ Στην πρώτη στροφή ο Τυανεύς, εξονομάζοντας την καταγωγή του από τα Τύανα, αυτοσυστήνεται (μάλλον στη Ρώμη) ως έμπειρος αγαλματοποιός, αναγνωρισμένος από το ευρύ κοινό αλλά και από φιλότεχνους συγκλητικούς.
- Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Εντεχνη ποίηση, Το Βήμα, 19 Οκτωβρίου 2013
- ※ Στην πρώτη στροφή ο Τυανεύς, εξονομάζοντας την καταγωγή του από τα Τύανα, αυτοσυστήνεται (μάλλον στη Ρώμη) ως έμπειρος αγαλματοποιός, αναγνωρισμένος από το ευρύ κοινό αλλά και από φιλότεχνους συγκλητικούς.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άγαλμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαλματοποιός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγαλματοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- αγαλματοποιός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)