• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αγαλματοποιός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγαλματοποιός οι αγαλματοποιοί
      γενική του αγαλματοποιού των αγαλματοποιών
    αιτιατική τον αγαλματοποιό τους αγαλματοποιούς
     κλητική αγαλματοποιέ αγαλματοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αγαλματοποιός < αρχαία ελληνική ἀγαλματοποιός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αγαλματοποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει αγάλματα, γλύπτης

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αγαλματοποιός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αγαλματοποιός&oldid=5447398"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 05:47
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 05:47.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie