αγαλματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγαλματάκι | τα | αγαλματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγαλματάκι | τα | αγαλματάκια |
κλητική | αγαλματάκι | αγαλματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαλματάκι < (άγαλμα) αγαλματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣal.maˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐μα‐τά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγαλματάκι αρσενικό
- (υποκοριστικό) μικρό άγαλμα
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη αγαλματάκια: παιδικό παιχνίδι
Συγγενικά επεξεργασία
Επίσης υποκοριστικά
→ και δείτε τη λέξη άγαλμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άγαλμα