Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγαλματίτης οι αγαλματίτες
      γενική του αγαλματίτη των αγαλματιτών
    αιτιατική τον αγαλματίτη τους αγαλματίτες
     κλητική αγαλματίτη αγαλματίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαλματίτης < άγαλμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαλματίτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία