αγαλματίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαλματίτης < άγαλμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαλματίτης αρσενικό
- (γλυπτική) είδος κόλλας που χρησιμοποιούσαν παλιότερα και που πιθανόν ταυτίζεται με την λιθόκολλα. Παρασκευαζόταν από μίγμα μαρμαρόσκονης και ταυρόκολλας για συγκόλληση μελών αγαλμάτων, πέτρινων κοσμημάτων, επίπλων, αγγείων κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαλματίτης
|