ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταυρόκολλ αἱ ταυρόκολλαι
      γενική τῆς ταυροκόλλης τῶν ταυροκολλῶν
      δοτική τῇ ταυροκόλλ ταῖς ταυροκόλλαις
    αιτιατική τὴν ταυρόκολλᾰν τὰς ταυροκόλλᾱς
     κλητική ! ταυρόκολλ ταυρόκολλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταυροκόλλ
γεν-δοτ τοῖν  ταυροκόλλαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταυρόκολλα < ταῦρ(ος) + -κολλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταυρόκολλα θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία