ταυρόκολλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ταυρόκολλᾰ | αἱ | ταυρόκολλαι | ||||
γενική | τῆς | ταυροκόλλης | τῶν | ταυροκολλῶν | ||||
δοτική | τῇ | ταυροκόλλῃ | ταῖς | ταυροκόλλαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ταυρόκολλᾰν | τὰς | ταυροκόλλᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ταυρόκολλᾰ | ταυρόκολλαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταυροκόλλᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ταυροκόλλαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταυρόκολλα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) είδος ισχυρής κόλλας που παρασκευαζόταν από δέρμα ή χόνδρους ταύρου
- άλλες μορφές: ταυρόκολλον («γλώσσα»)
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ταυρόκολλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.