-κολλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -κολλα | οι | -κολλες |
γενική | της | -κολλας | των | -κολλών |
αιτιατική | τη(ν) | -κολλα | τις | -κολλες |
κλητική | -κολλα | -κολλες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -κολλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -κολλα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈko.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -κολ‐λα
Επίθημα
επεξεργασία-κολλα θηλυκό
- β′ συνθετικό το οποίο προσδιορίζει το είδος κόλλας ανάλογα με το είδος ή την επιφάνεια που χρησιμοποιείται
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-κολλα" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -κολλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)