Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δερματόκολλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δερματόκολλ
α
οι
δερματόκολλ
ες
γενική
της
δερματόκολλ
ας
—
αιτιατική
τη
δερματόκολλ
α
τις
δερματόκολλ
ες
κλητική
δερματόκολλ
α
δερματόκολλ
ες
Κατηγορία
όπως «
πέστροφα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δερματόκολλα
<
δέρμα
, δερματ- +
-ό-
+
-κολλα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δερματόκολλα
θηλυκό
κόλλα
κατάλληλη
για
κόλληση
δερμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δερματόκολλα