ταῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ταῦρος | οἱ | ταῦροι |
γενική | τοῦ | ταύρου | τῶν | ταύρων |
δοτική | τῷ | ταύρῳ | τοῖς | ταύροις |
αιτιατική | τὸν | ταῦρον | τοὺς | ταύρους |
κλητική ὦ! | ταῦρε | ταῦροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταῦρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταῦρος, -ου αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος
- για το τοπωνύμιο και τον αστερισμό → δείτε με κεφαλαίο: Ταῦρος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ταυρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ταυρο- στο Βικιλεξικό όπως ταυροφάγος, ταυρόκερως, ταυρέλαφος
και
Πηγές
επεξεργασία- ταῦρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.