Ταῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | Ταῦρος | Ταύρω | Ταῦροι |
Γενική | Ταύρου | Ταύροιν | Ταύρων |
Δοτική | Ταύρῳ | Ταύροιν | Ταύροις |
Αιτιατική | Ταῦρον | Ταύρω | Ταύρους |
Κλητική | Ταῦρε | Ταύρω | Ταῦροι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ταῦρος < ταῦρος
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ταῦρος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (τοπωνύμιο, ορεωνύμιο) οροσειρά του Ταύρου
- Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων (τίτλος τραγωδίας του Ευριπίδη
- (στον πληθυντικό, πατριδωνυμικό) οἱ Ταῦροι, κάτοικοι της νότιας Κριμαίας, κατά την αρχαιότητα
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σελ.1901 - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.