↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγωμένος η παγωμένη το παγωμένο
      γενική του παγωμένου της παγωμένης του παγωμένου
    αιτιατική τον παγωμένο την παγωμένη το παγωμένο
     κλητική παγωμένε παγωμένη παγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγωμένοι οι παγωμένες τα παγωμένα
      γενική των παγωμένων των παγωμένων των παγωμένων
    αιτιατική τους παγωμένους τις παγωμένες τα παγωμένα
     κλητική παγωμένοι παγωμένες παγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παγώνω

παγωμένος, -η, -ο

  1. που έχει παγώσει
    1. που έχει γίνει πάγος επειδή η θερμοκρασία του έπεσε κάτω από τους 0o Κελσίου
    2. (για ζωντανό οργανισμό) που έχει μειωθεί πολύ η θερμοκρασία του από το κρύο
       συνώνυμα: ξυλιασμένος
    3. (μεταφορικά) που έχει μείνει ακίνητος ή νιώθει ρίγος από φόβο, τρόμο
    4. (μεταφορικά) που βρίσκεται σε κατάσταση ακινησίας η οποία υποδηλώνει εχθρότητα
      οι σχέσεις των δύο πολιτικών εδώ και μήνες φέρονται να είναι παγωμένες (από ιστοσελίδα)
  2. που χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, πολύ κρύος
    ο παγωμένος χειμώνας του 19..

  Μεταφράσεις

επεξεργασία