glacé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
< glacer
Επίθετο επεξεργασία
glacé (fr) glacé αρσενικό, glacée θηλυκό (πληθυντικός: glacés, glacées)
- παγωμένος
- πολύ κρύος
- (μεταφορικά) ψυχρός
- un regard glacé : ψυχρό βλέμμα
- σκεπασμένος με άχνη ζάχαρη
- marron glacé : ζαχαρωτό από κάστανο
- fruit glacé : ζαχαρωτό από φρούτα
- γυαλιστερός
- papier glacé : γυαλιστερό χαρτί
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη glace