παγώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παγώνω < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) παγῶ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαγώνω, πρτ.: πάγωνα, στ.μέλλ.: θα παγώσω, αόρ.: πάγωσα, μτχ.π.π.: παγωμένος
- (αμετάβατο) (για υγρά) μετατρέπομαι σε πάγο
- με θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, πάγωσε το νερό της λίμνης
- (αμετάβατο) μειώνεται πολύ η θερμοκρασία μου
- κάνει χιονιά έξω, βάλε κάτι γιατί θα παγώσεις
- (αμετάβατο, μεταφορικά) ακινητοποιούμαι σε μια θέση, δε μεταβάλλομαι πλέον
- (αμετάβατο, μεταφορικά) μένω ακίνητος ή νιώθω ρίγος από φόβο, τρόμο
- (μεταβατικό) μετατρέπω ένα υγρό σε πάγο
- (μεταβατικό) μειώνω πολύ τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου
- ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει
- (μεταβατικό) ακινητοποιώ, σταθεροποιώ, κρατώ κάτι στην ίδια κατάσταση ώστε να μη μεταβάλλεται πλέον
- ο μηχανικός προβολής πάγωσε την εικόνα
- η κυβέρνηση αποφάσισε να παγώσει τους μισθούς για ένα χρόνο
- (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον μεγάλο φόβο
Εκφράσεις
επεξεργασία- πάγωσα απ' το φόβο μου, πάγωσε το αίμα μου → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
Συνώνυμα
επεξεργασίαέννοια "κάνω κάτι κρύο":
έννοια "αισθάνομαι κρύο"
έννοια "αισθάνομαι υπερβολικό κρύο"
Αντώνυμα
επεξεργασίαμεταβατικά:
αμετάβατα: "αισθάνομαι ζέστη"
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παγώνω | πάγωνα | θα παγώνω | να παγώνω | παγώνοντας | |
β' ενικ. | παγώνεις | πάγωνες | θα παγώνεις | να παγώνεις | πάγωνε | |
γ' ενικ. | παγώνει | πάγωνε | θα παγώνει | να παγώνει | ||
α' πληθ. | παγώνουμε | παγώναμε | θα παγώνουμε | να παγώνουμε | ||
β' πληθ. | παγώνετε | παγώνατε | θα παγώνετε | να παγώνετε | παγώνετε | |
γ' πληθ. | παγώνουν(ε) | πάγωναν παγώναν(ε) |
θα παγώνουν(ε) | να παγώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάγωσα | θα παγώσω | να παγώσω | παγώσει | ||
β' ενικ. | πάγωσες | θα παγώσεις | να παγώσεις | πάγωσε | ||
γ' ενικ. | πάγωσε | θα παγώσει | να παγώσει | |||
α' πληθ. | παγώσαμε | θα παγώσουμε | να παγώσουμε | |||
β' πληθ. | παγώσατε | θα παγώσετε | να παγώσετε | παγώστε | ||
γ' πληθ. | πάγωσαν παγώσαν(ε) |
θα παγώσουν(ε) | να παγώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παγώσει | είχα παγώσει | θα έχω παγώσει | να έχω παγώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παγώσει | είχες παγώσει | θα έχεις παγώσει | να έχεις παγώσει | ||
γ' ενικ. | έχει παγώσει | είχε παγώσει | θα έχει παγώσει | να έχει παγώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παγώσει | είχαμε παγώσει | θα έχουμε παγώσει | να έχουμε παγώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παγώσει | είχατε παγώσει | θα έχετε παγώσει | να έχετε παγώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παγώσει | είχαν παγώσει | θα έχουν παγώσει | να έχουν παγώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παγωμένος - είμαστε, είστε, είναι παγωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παγωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παγωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παγωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παγωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παγωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παγωμένοι |