Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπαγώνω < ξε- στερητικό + παγώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπαγώνω, μτχ. παθ. παρακ. ξεπαγωμένος

  1. (μεταβατικό) βγάζω τρόφιμα από την κατάψυξη και τα αφήνω για αρκετό χρόνο σε θερμοκρασία δωματίου ώστε να μπορέσω να τα μαγειρέψω
  2. (αμετάβατο)
    βγάζω το κρέας από την κατάψυξη για να ξεπαγώσει

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία