Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεπαγωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεπαγωμέν
ος
η
ξεπαγωμέν
η
το
ξεπαγωμέν
ο
γενική
του
ξεπαγωμέν
ου
της
ξεπαγωμέν
ης
του
ξεπαγωμέν
ου
αιτιατική
τον
ξεπαγωμέν
ο
την
ξεπαγωμέν
η
το
ξεπαγωμέν
ο
κλητική
ξεπαγωμέν
ε
ξεπαγωμέν
η
ξεπαγωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεπαγωμέν
οι
οι
ξεπαγωμέν
ες
τα
ξεπαγωμέν
α
γενική
των
ξεπαγωμέν
ων
των
ξεπαγωμέν
ων
των
ξεπαγωμέν
ων
αιτιατική
τους
ξεπαγωμέν
ους
τις
ξεπαγωμέν
ες
τα
ξεπαγωμέν
α
κλητική
ξεπαγωμέν
οι
ξεπαγωμέν
ες
ξεπαγωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεπαγωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξεπαγώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ξεπαγωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ξεπαγώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεπαγωμένος