ενεστώτας thaw
γ΄ ενικό ενεστώτα thaws
αόριστος thawed
παθητική μετοχή thawed
ενεργητική μετοχή thawing

thaw (en)

  1. (αμετάβατο) λιώνω (για τον πάγο)
    ⮡  The ice thawed.
    Ο πάγος έλιωσε.
     συνώνυμα: melt
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπαγώνω, αποψύχω τρόφιμα ή υγρό
    ⮡  Once thawed do not refreeze.
    Αν αποψυχθεί να μην επαναψυχθεί.
    ⮡  When frozen food is thawed, it must be consumed immediately.
    Όταν αποψύχονται τα κατεψυγμένα τρόφιμα, πρέπει να καταναλώνονται αμέσως.
     συνώνυμα:  de-ice, defrost και unfreeze