defrost
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | defrost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defrosts |
αόριστος | defrosted |
παθητική μετοχή | defrosted |
ενεργητική μετοχή | defrosting |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdefrost (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπαγώνω τρόφιμα ή υγρό, αποψύχω, κάνω απόψυξη στο ψυγείο