Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
frost frosts

frost (en)

ενεστώτας frost
γ΄ ενικό ενεστώτα frosts
αόριστος frosted
παθητική μετοχή frosted
ενεργητική μετοχή frosting

frost (en)

  1. πιάνω πάγο
  2. (μεταβατικό) γλασάρω (ένα γλυκό)
     συνώνυμα: ice

Παράγωγα

επεξεργασία