ice
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ice < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ice (en)
- πάγος
- (ΗΠΑ, παρωχημένο) παγωτό (από το ice cream)
Ρήμα επεξεργασία
ice (en)
- (μεταβατικό) παγώνω κάτι (το βάζω στον πάγο)
- (αμετάβατο) παγώνω, γίνομαι πάγος
- (μεταβατικό) γλασάρω (ένα γλυκό)